Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετάγγιση οι μεταγγίσεις
      γενική της μετάγγισης* των μεταγγίσεων
    αιτιατική τη μετάγγιση τις μεταγγίσεις
     κλητική μετάγγιση μεταγγίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μεταγγίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετάγγιση < μεταγγίζω, μεταγγι- + -ση
 
Μετάγγιση αίματος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /meˈtaŋ.ɟi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τάγ‐γι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετάγγιση θηλυκό

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία