μεταγγίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταγγίζω < (ελληνιστική κοινή) μεταγγίζω < μετά + αρχαία ελληνική ἄγγος
Ρήμα
επεξεργασίαμεταγγίζω (παθητική φωνή: μεταγγίζομαι)
- διοχετεύω κάποιο υγρό από ένα μέρος σε άλλο
- (ιατρική) χορηγώ αίμα ενδοφλεβίως σε κάποιον από το αίμα συμβατού δότη
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μεταγγίζω | μετάγγιζα | θα μεταγγίζω | να μεταγγίζω | μεταγγίζοντας | |
β' ενικ. | μεταγγίζεις | μετάγγιζες | θα μεταγγίζεις | να μεταγγίζεις | μετάγγιζε | |
γ' ενικ. | μεταγγίζει | μετάγγιζε | θα μεταγγίζει | να μεταγγίζει | ||
α' πληθ. | μεταγγίζουμε | μεταγγίζαμε | θα μεταγγίζουμε | να μεταγγίζουμε | ||
β' πληθ. | μεταγγίζετε | μεταγγίζατε | θα μεταγγίζετε | να μεταγγίζετε | μεταγγίζετε | |
γ' πληθ. | μεταγγίζουν(ε) | μετάγγιζαν μεταγγίζαν(ε) |
θα μεταγγίζουν(ε) | να μεταγγίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μετάγγισα | θα μεταγγίσω | να μεταγγίσω | μεταγγίσει | ||
β' ενικ. | μετάγγισες | θα μεταγγίσεις | να μεταγγίσεις | μετάγγισε | ||
γ' ενικ. | μετάγγισε | θα μεταγγίσει | να μεταγγίσει | |||
α' πληθ. | μεταγγίσαμε | θα μεταγγίσουμε | να μεταγγίσουμε | |||
β' πληθ. | μεταγγίσατε | θα μεταγγίσετε | να μεταγγίσετε | μεταγγίστε | ||
γ' πληθ. | μετάγγισαν μεταγγίσαν(ε) |
θα μεταγγίσουν(ε) | να μεταγγίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω μεταγγίσει | είχα μεταγγίσει | θα έχω μεταγγίσει | να έχω μεταγγίσει | ||
β' ενικ. | έχεις μεταγγίσει | είχες μεταγγίσει | θα έχεις μεταγγίσει | να έχεις μεταγγίσει | ||
γ' ενικ. | έχει μεταγγίσει | είχε μεταγγίσει | θα έχει μεταγγίσει | να έχει μεταγγίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε μεταγγίσει | είχαμε μεταγγίσει | θα έχουμε μεταγγίσει | να έχουμε μεταγγίσει | ||
β' πληθ. | έχετε μεταγγίσει | είχατε μεταγγίσει | θα έχετε μεταγγίσει | να έχετε μεταγγίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν μεταγγίσει | είχαν μεταγγίσει | θα έχουν μεταγγίσει | να έχουν μεταγγίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία μεταγγίζω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μεταγγίζω < μετά + αρχαία ελληνική ἄγγος
Ρήμα
επεξεργασίαμεταγγίζω
- (ελληνιστική κοινή) χύνω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω