μεταγγίζομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μεταγγίζομαι < παθητική φωνή του ρήματος μεταγγίζω, < μεταγγ(ίζω) + -ίζομαι
Ρήμα επεξεργασία
μεταγγίζομαι, πρτ.: μεταγγιζόμουν, στ.μέλλ.: θα μεταγγιστώ, αόρ.: μεταγγίστηκα, μτχ.π.π.: μεταγγισμένος
- με μεταγγίζουν
Μεταφράσεις επεξεργασία
μεταγγίζομαι
|