αιμοστασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αιμοστασία < (καθαρεύουσα) αἱμόστασ(ις) + -ία < (ελληνιστική κοινή) αἱμόστασις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αιμοστασία θηλυκό
- → δείτε τη λέξη αιμόσταση
Άλλες μορφές
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιμοστασία
|