↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στυπτικός η στυπτική το στυπτικό
      γενική του στυπτικού της στυπτικής του στυπτικού
    αιτιατική τον στυπτικό τη στυπτική το στυπτικό
     κλητική στυπτικέ στυπτική στυπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στυπτικοί οι στυπτικές τα στυπτικά
      γενική των στυπτικών των στυπτικών των στυπτικών
    αιτιατική τους στυπτικούς τις στυπτικές τα στυπτικά
     κλητική στυπτικοί στυπτικές στυπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στυπτικός < αρχαία ελληνική στυπτικός[1] [2] < στύφω

  Επίθετο

επεξεργασία

στυπτικός

  1. συσταλτικός, συσφιγκτικός
  2. αγγειοσυσταλτικός, έμμεσα αιμοστατικός και, επίσης έμμεσα, αντισηπτικός

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. στυπτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. στυπτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.