Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδιστάκτως < ἀδίστακτ(ος) + -ως

  Επίρρημα επεξεργασία

ἀδιστάκτως

  Πηγές επεξεργασία