ἀμοιβαδόν
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἀμοιβαδόν < (ελληνιστική κοινή) αρχαία ελληνική ἀμοιβή
Επίρρημα επεξεργασία
ἀμοιβαδόν (τροπικό επίρρημα)
- (ελληνιστική κοινή) εναλλάξ, αμοιβαία
- → δείτε και τη λέξη αμοιβαδόν (νέα ελληνικά)
Πηγές επεξεργασία
- ἀμοιβαδόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.