Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀθεμιτουργός οἱ ἀθεμιτουργοί
      γενική τοῦ ἀθεμιτουργοῦ τῶν ἀθεμιτουργῶν
      δοτική τῷ ἀθεμιτουργ τοῖς ἀθεμιτουργοῖς
    αιτιατική τὸν ἀθεμιτουργόν τοὺς ἀθεμιτουργούς
     κλητική ! ἀθεμιτουργέ ἀθεμιτουργοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀθεμιτουργώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀθεμιτουργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀθεμιτουργός < ἀθεμιτουργέω + -ός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἀθεμιτουργός αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία