ἀθεμιτουργέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαἀθεμιτουργέω (ελληνιστική κοινή)
- πραγματοποιώ αθέμιτες ενέργειες
Κλίση
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀθεμιτουργέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.