Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

  1. Κ.Ε. < Κοινή Εποχή
  2. Κ.Ε. < Κεντρική Επιτροπή

  Συντομομορφή 1 επεξεργασία

Κ.Ε. ή ΚΕ συντομογραφία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Συντομομορφή 2 επεξεργασία

Κ.Ε. ή ΚΕ συντομογραφία θηλυκό

  • για συγκεκριμένο σώμα κεντρικής επιτροπής
    η ΚΕ του κόμματος συνεδρίασε και ψήφισε τα νέα άρθρα του Καταστατικού