Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀειλαμπής τὸ ἀειλαμπές
      γενική τοῦ/τῆς ἀειλαμποῦς τοῦ ἀειλαμποῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀειλαμπεῖ τῷ ἀειλαμπεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀειλαμπ τὸ ἀειλαμπές
     κλητική ! ἀειλαμπές ἀειλαμπές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀειλαμπεῖς τὰ ἀειλαμπ
      γενική τῶν ἀειλαμπῶν τῶν ἀειλαμπῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀειλαμπέσ(ν) τοῖς ἀειλαμπέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀειλαμπεῖς τὰ ἀειλαμπ
     κλητική ! ἀειλαμπεῖς ἀειλαμπ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀειλαμπεῖ τὼ ἀειλαμπεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀειλαμποῖν τοῖν ἀειλαμποῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀειλαμπής < ἀει- + λάμπ(ω) + -ής

  Επίθετο επεξεργασία

ἀειλαμπής, -ής, -ές

Σημειώσεις επεξεργασία

  • και χρήση σε νέα ελληνικά κείμενα (συνήθως μεταφορικά)
    ※  Ο ένθεος βίος του αειλαμπούς Επιφανίου φώτιζε τους ανθρώπους στην τρίβο της σωτηρίας. (Αλεξάνδρος Σαΐνης, Γέρων Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος (1930-1989), εκδ. Νεκτάριος Δ. Παναγόπουλος, σ.58)

  Πηγές επεξεργασία