ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμολγεύς οἱ ἀμολγεῖς
      γενική τοῦ ἀμολγέως τῶν ἀμολγέων
      δοτική τῷ ἀμολγεῖ τοῖς ἀμολγεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν ἀμολγέ τοὺς ἀμολγέᾱς
     κλητική ! ἀμολγεῦ ἀμολγεῖς
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμολγεῖ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμολγέοιν
Δεν καταγράφονται καταλήξεις πληθυντικού σε -ῆς.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'Ἀντιοχεύς' όπως «Ἀντιοχεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμολγεύς < ἀμέλγω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀμολγεύς, -έως αρσενικό (ελληνιστική κοινή)