Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμέλγω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂melǵ- Συγγενή: λατινική mulgeo, πρωτογερμανική *melkaną, *melkaz, απ' όπου > γερμανική Milch, αγγλική milk (γάλα)

ἀμέλγω

  1. (κυριολεκτικά και μεταφορικά) αρμέγω
  2. πίνω βυζαίνοντας
  3. εξάγω, βγάζω

Συγγενικά

επεξεργασία