Δείτε επίσης: Καρδάρα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρδάρα οι καρδάρες
      γενική της καρδάρας των καρδαρών
    αιτιατική την καρδάρα τις καρδάρες
     κλητική καρδάρα καρδάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδάρα < καρδάρι +

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρδάρα θηλυκό

Εκφράσεις επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία