Δείτε επίσης: Καρδάρα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρδάρα οι καρδάρες
      γενική της καρδάρας των καρδαρών
    αιτιατική την καρδάρα τις καρδάρες
     κλητική καρδάρα καρδάρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καρδάρα < καρδάρι +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καρδάρα θηλυκό

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία