buterigilo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buterigilo | buterigiloj |
αιτιατική | buterigilon | buterigilojn |
buterigilo (eo)
- η καρδάρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buterigilo | buterigiloj |
αιτιατική | buterigilon | buterigilojn |
buterigilo (eo)