Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄβλος < άδηλης ετυμολογίας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄβλος ουδέτερο
  1. ἀμολγεύς
  2. καρδάρα