χύνω την καρδάρα με το γάλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαχύνω την καρδάρα με το γάλα
- (μεταφορικά) (από απροσεξία, βιασύνη, επιπολαιότητα ή ανυπομονησία) καταστρέφω ό,τι έχω αποκτήσει προηγουμένως
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χύνω την καρδάρα με το γάλα
|
Πηγές
επεξεργασία- καρδάρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)