Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
άρμεγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
άρμεγμα
τα
αρμέγμα
τ
α
γενική
του
αρμέγμα
τ
ος
των
αρμεγμά
τ
ων
αιτιατική
το
άρμεγμα
τα
αρμέγμα
τ
α
κλητική
άρμεγμα
αρμέγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Άρμεγμα
αγελάδας.
Ετυμολογία
επεξεργασία
άρμεγμα
<
αρμέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
άρμεγμα
ουδέτερο
η διαδικασία και το αποτέλεσμα του
αρμέγω
(
συνεκδοχικά
): η
εκμετάλλευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άρμεγμα
γαλλικά
:
traite
(fr)
ισπανικά
:
ordeño
(es)
πολωνικά
:
dojenie
(pl)
ρωσικά
:
доение
(ru)