Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καρδάρι τα καρδάρια
      γενική του καρδαριού των καρδαριών
    αιτιατική το καρδάρι τα καρδάρια
     κλητική καρδάρι καρδάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καρδάρι < μεσαιωνική ελληνική καρδάρι < αρωμουνική kardare < μεσαιωνική λατινική caldarium < υστερολατινική caldaria < λατινική caldo < caldus < calidus < caleo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱal(w)e- (ζεστός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καρδάρι ουδέτερο

  1. μικρό δοχείο μέσα στο οποίο συγκεντρώνεται το γάλα κατά το άρμεγμα
  2. καρδάρα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία