ενεστώτας churn
γ΄ ενικό ενεστώτα churns
αόριστος churned
παθητική μετοχή churned
ενεργητική μετοχή churning

churn (en)

Παράγωγα

επεξεργασία
  • churn - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • churn - Oxford Learner's Dictionaries