churn out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | churn out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | churns out |
αόριστος | churned out |
παθητική μετοχή | churned out |
ενεργητική μετοχή | churning out |
ενεστώτας | churn out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | churns out |
αόριστος | churned out |
παθητική μετοχή | churned out |
ενεργητική μετοχή | churning out |