Καρδάρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Καρδάρα | οι | Καρδάρες |
γενική | της | Καρδάρας | των | Καρδαρών |
αιτιατική | την | Καρδάρα | τις | Καρδάρες |
κλητική | Καρδάρα | Καρδάρες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Καρδάρα < καρδάρα• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaɾˈða.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Καρ‐δά‐ρα
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΚαρδάρα θηλυκό
- (παρωχημένο) οικισμός της Φωκίδας, πρώην ονομασία του Δροσάτου[1]