ἀδιαχωρίστως
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδιαχωρίστως (ελληνιστική κοινή) ? < αρχαία ελληνική grc + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαἀδιαχωρίστως
- (ελληνιστική κοινή) αδιαχώριστα
- μορφή: ἀχωρίστως s.v. ἀδιασπάστως ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Α
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀδιαχώριστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- «ἀδιαχωρίστως» Ησύχιος 'ἀδιασπάστως' - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
ΣτΕ: Χωρίς να αναφέρεται καθαρεύουσα (νεότερος όρος).