Δείτε επίσης: εὐδιαλλάκτως

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδιαλλάκτως (ελληνιστική κοινή) < ἀδιάλλακτ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀδιαλλάκτως