εὐδιαλλάκτως
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εὐδιαλλάκτως (ελληνιστική κοινή) < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίαεὐδιαλλάκτως
- (ελληνιστική κοινή) συμφιλιωτικά, με συγχωρητικό πνεύμα
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Καίσαρ, 54.1, @scaife.perseus
- ὁ μὲν οὖν μετὰ ταῦτα γραφεὶς ὑπʼ αὑτοῦ πρὸς Κάτωνα τεθνεῶτα λόγος οὐ δοκεῖ πρᾴως ἔχοντος οὐδὲ εὐδιαλλάκτως σημεῖον εἶναι.
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας ⌘ Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι/Καίσαρ, 54.1, @scaife.perseus
Πηγές
επεξεργασία- εὐδιάλλακτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- εὐδιαλλάκτως, εὐδιάλλακτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.