Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγερώχως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀγέρωχ(ος) + -ως

  Επίρρημα

επεξεργασία

ἀγερώχως (τροπικό επίρρημα), συγκριτικός: ἀγερωχότερον