Δείτε επίσης: αγέρωχος, ἀγερώχως

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἀγέρωχος τὸ ἀγέρωχον οἱ, αἱ ἀγέρωχοι τὰ ἀγέρωχα
Γενική τοῦ, τῆς ἀγερώχου τοῦ ἀγερώχου τῶν ἀγερώχων τῶν ἀγερώχων
Δοτική τῷ, τῇ ἀγερώχῳ τῷ ἀγερώχῳ τοῖς, ταῖς ἀγερώχοις τοῖς ἀγερώχοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἀγέρωχον τὸ ἀγέρωχον τοὺς, τὰς ἀγερώχους τὰ ἀγέρωχα
Κλητική ἀγέρωχε ἀγέρωχον ἀγέρωχοι ἀγέρωχα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἀγερώχω
Γενική-Δοτική ἀγερώχοιν

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀγέρωχος < ίσως ἀ-επιτατικό + γέρας + ἔχω ή ἀγείρω + ὄχος ή ἐρωή

  Επίθετο επεξεργασία

ἀγέρωχος, -ος, -ον

  • αρχοντικός, με μεγάλες ιδέες, μεγαλόπρεπος, μεγαλόφρων

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία