αγέρωχος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αγέρωχος < αρχαία ελληνική ἀγέρωχος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αγέρωχος, -η, -ο
- υπερήφανος, που δεν σκύβει, δεν πτοείται, αρχοντικός, στητός
- Aγέρωχο ύφος
- (κακόσημο) υπερόπτης, ακατάδεχτος
αγέρωχος, -η, -ο