ἁδρότης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἁδρότης | αἱ | ἁδρότητες | ||||
γενική | τῆς | ἁδρότητος | τῶν | ἁδροτήτων | ||||
δοτική | τῇ | ἁδρότητῐ | ταῖς | ἁδρότησῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἁδρότητᾰ | τὰς | ἁδρότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | ἁδρότης | ἁδρότητες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἁδρότητε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἁδροτήτοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἁδρότης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἁδροτής, τῆς ἁδροτῆς (μετακίνηση τόνου)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἁδρότης, -ητος θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) άλλη μορφή του ἁδροτής (θηλυκό)
Πηγές
επεξεργασία- ἁδροτής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.