Δείτε επίσης: ἁδρότης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἁδροτής αἱ ἁδροτῆτες
      γενική τῆς ἁδροτῆτος τῶν ἁδροτήτων
      δοτική τῇ ἁδροτῆτ ταῖς ἁδροτῆσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ἁδροτῆτ τὰς ἁδροτῆτᾰς
     κλητική ! ἁδροτής ἁδροτῆτες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁδροτῆτε
γεν-δοτ τοῖν  ἁδροτήτοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'προβλής' όπως «προβλής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁδροτής < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁδροτής, -ῆτος θηλυκό

  1. δύναμη, ζωηρότητα
  2. η ατελείωτη ποσότητα σε κάτι, η αφθονία

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία