ἀλισγέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀλισγέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀλισγέω - ἀλισγῶ (συνηρημένο)
- (ελληνιστική κοινή) μιαίνω, μολύνω
- ※ 3ος/2ος αιώνας πκε ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Σοφία Σειράχ, κεφ. Μ΄, 29, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
- ἀνὴρ βλέπων εἰς τράπεζαν ἀλλοτρίαν, οὐκ ἔστιν αὐτοῦ ὁ βίος ἐν λογισμῷ ζωῆς, ἀλισγήσει ψυχὴν αὐτοῦ ἐν ἐδέσμασιν ἀλλοτρίοις· ἀνὴρ δὲ ἐπιστήμων καὶ πεπαιδευμένος φυλάξεται.
- ※ 3ος/2ος αιώνας πκε ⌘ Παλαιά Διαθήκη,Σοφία Σειράχ, κεφ. Μ΄, 29, κατά την Μετάφραση των Εβδομήκοντα
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀλισγέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀλισγέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.