ἀδελφοποίησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἀδελφοποίησῐς | αἱ | ἀδελφοποιήσεις | ||||
γενική | τῆς | ἀδελφοποιήσεως | τῶν | ἀδελφοποιήσεων | ||||
δοτική | τῇ | ἀδελφοποιήσει | ταῖς | ἀδελφοποιήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἀδελφοποίησῐν | τὰς | ἀδελφοποιήσεις | ||||
κλητική ὦ! | ἀδελφοποίησῐ | ἀδελφοποιήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀδελφοποιήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀδελφοποιησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἀδελφοποίησις θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀδελφοποίησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.