πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδελφοποίηση οι αδελφοποιήσεις
      γενική της αδελφοποίησης* των αδελφοποιήσεων
    αιτιατική την αδελφοποίηση τις αδελφοποιήσεις
     κλητική αδελφοποίηση αδελφοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αδελφοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ðel.foˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αδελφοποίηση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδελφοποίηση θηλυκό

  1. εθιμική διαδικασία, που λαμβάνει χώρα σαν ιεροτελεστία, κατά την οποία δύο άτομα (ή ομάδες ατόμων), χωρίς εξ αίματος συγγένεια, δηλώνουν ότι αποκτούν αδελφικούς δεσμούς
  2. η διαδικασία με την οποία δύο οντότητες, π.χ. δύο πόλεις, αποκτούν μεταξύ τους έναν επίσημο δεσμό

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία