αδελφοποιτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδελφοποιτός < μεσαιωνική ελληνική ἀδελφοποιητός[1] < αρχαία ελληνική ἀδελφός + ποιέω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααδελφοποιτός αρσενικό
- (ιστορία, γενικότερα) αυτός που έχει συνδεθεί με κάποιον άλλον με αδελφικούς δεσμούς (και έχει αναμίξει μαζί του συμβολικά το αίμα του)
- (ιστορία, ειδικότερα) προσωνυμία που δινόταν στα μέλη του κατώτερου βαθμού (πρώτη τάξη) της Φιλικής Εταιρείας
- ≈ συνώνυμα: βλάμης
- → επόμενος βαθμός: συστημένος
- ※ Εκ του τρόπου που γινόταν η μύησις του αδελφοποιτού εξησφαλίζετο η Εταιρεία από τους κινδύνους της πιθανής προδοσίας. Διότι η αδελφοποίησις ήτο παλαιόν ελληνικόν έθιμον και, αν απεκαλύπτετο η μύησις εις την Εταιρείαν, ημπορούσε να δικαιολογηθή ότι επρόκειτο περί της παλαιάς εκείνης κοινωνικής συνηθείας, που την εσέβοντο και οι Τούρκοι.
- Διονύσιος Κόκκινος, Η Ελληνική Επανάστασις, τόμ. Α΄. Αθήνα: Τύποις Παναγιωτίδη & Παύλου, ²1940, σ. 133.
- (παρωχημένο) πολύ στενός, αδελφικός φίλος
- → δείτε και τη λέξη μπράτιμος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδελφοποίηση / αδερφοποίηση
- αδελφοποιία
- αδερφοποιτή / αδελφοποιτή / αδελφοποιητή
- αδελφοποιώ / αδερφοποιώ (αδελφοποιούμαι)
- → δείτε τις λέξεις αδερφός και ποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδελφοποιτός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ ἀδελφοποιητός - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
Πηγές
επεξεργασία- αδελφοποιτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας