μπράτιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπράτιμος < (άμεσο δάνειο) βουλγαρική побратим (pobratím: όμαιμος) < брат (brat: αδερφός) < πρωτοσλαβική *bratrъ / *bratъ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰréh₂tēr (αδερφός) (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπράτιμος αρσενικό
- ο στενός, εγκάρδιος φίλος
- ο αδελφοποιτός
- ※ Αδελφοποιΐα επιχωριάζει με την λέξιν αδελφωσιά : οι αδελφοποιηθέντες λέγονταν μπράτιμοι ή βλάμηδες και οι συγγενείς σταυροπατέρας, σταυρομάνα, σταυραδέλφια. (Άννα I. Παπαμιχαήλ Κουτρούμπα, Ο σταυρός στους διαφόρους κλάδους του ελληνικού εθιμικού δικαίου, Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου / Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 1990 [1])
- οι μπράτιμοι: οι στενοί φίλοι του γαμπρού που παρίστανται στην εκκλησία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπράτιμος
|