↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταυροπατέρας οι σταυροπατέρες
σταυροπατεράδες
      γενική του σταυροπατέρα των σταυροπατέρων
σταυροπατεράδων
    αιτιατική τον σταυροπατέρα τους σταυροπατέρες
σταυροπατεράδες
     κλητική σταυροπατέρα σταυροπατέρες
σταυροπατεράδες
Κατηγορία όπως «πατέρας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυροπατέρας < σταυρός + -ο- + πατέρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταυροπατέρας αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία