Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταυραδελφή
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
σταυραδελφ
ή
οι
σταυραδελφ
ές
γενική
της
σταυραδελφ
ής
των
σταυραδελφ
ών
αιτιατική
τη
σταυραδελφ
ή
τις
σταυραδελφ
ές
κλητική
σταυραδελφ
ή
σταυραδελφ
ές
Κατηγορία
όπως «
ψυχή
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταυραδελφή
<
σταυρ-
+
αδελφή
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σταυραδελφή
θηλυκό
(
παρωχημένο
,
λαϊκότροπο
)
θηλυκό
του
σταυραδελφός
Άλλες μορφές
επεξεργασία
σταυραδερφή
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταυραδελφή
→
δείτε
τη λέξη
σταυραδερφή