↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σταυρομάνα οι σταυρομάνες
      γενική της σταυρομάνας
    αιτιατική τη σταυρομάνα τις σταυρομάνες
     κλητική σταυρομάνα σταυρομάνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σταυρομάνα < σταυρός + -ο- + μάνα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σταυρομάνα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία