σταυρομάνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σταυρομάνα | οι | σταυρομάνες |
γενική | της | σταυρομάνας | — | |
αιτιατική | τη | σταυρομάνα | τις | σταυρομάνες |
κλητική | σταυρομάνα | σταυρομάνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίασταυρομάνα θηλυκό
- (παρωχημένο) η μάνα του σταυραδελφού, του αδελφοποιτού
- ※ Αδελφοποιΐα επιχωριάζει με την λέξιν αδελφωσιά: οι αδελφοποιηθέντες λέγονταν μπράτιμοι ή βλάμηδες και οι συγγενείς σταυροπατέρας, σταυρομάνα, σταυραδέλφια. (Άννα I. Παπαμιχαήλ Κουτρούμπα, Ο σταυρός στους διαφόρους κλάδους του ελληνικού εθιμικού δικαίου, Επετηρίς του Λαογραφικού Αρχείου / Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, 1990 [1])
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σταυρομάνα
|