Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδελφικός η αδελφική το αδελφικό
      γενική του αδελφικού της αδελφικής του αδελφικού
    αιτιατική τον αδελφικό την αδελφική το αδελφικό
     κλητική αδελφικέ αδελφική αδελφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδελφικοί οι αδελφικές τα αδελφικά
      γενική των αδελφικών των αδελφικών των αδελφικών
    αιτιατική τους αδελφικούς τις αδελφικές τα αδελφικά
     κλητική αδελφικοί αδελφικές αδελφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδελφικός < αρχαία ελληνική ἀδελφικός

  Επίθετο επεξεργασία

αδελφικός, -ή, -ό και αδερφικός

  1. που αναφέρεται στον αδελφό ή την αδελφή
  2. που αναφέρεται σε ανθρώπους της ίδιας φυλής, έθνους κ.λπ.
  3. που μοιάζει με τη σχέση που συνδέει δύο αδέλφια, ένθερμος, αγνός
    αδελφική αγάπη

  Μεταφράσεις επεξεργασία