ένθερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ένθερμος | η | ένθερμη | το | ένθερμο |
γενική | του | ένθερμου | της | ένθερμης | του | ένθερμου |
αιτιατική | τον | ένθερμο | την | ένθερμη | το | ένθερμο |
κλητική | ένθερμε | ένθερμη | ένθερμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ένθερμοι | οι | ένθερμες | τα | ένθερμα |
γενική | των | ένθερμων | των | ένθερμων | των | ένθερμων |
αιτιατική | τους | ένθερμους | τις | ένθερμες | τα | ένθερμα |
κλητική | ένθερμοι | ένθερμες | ένθερμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ένθερμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔνθερμος < ἐν + θερμός
Επίθετο
επεξεργασίαένθερμος, -η, -ο
- που πραγματώνεται με έντονο, εγκάρδιο και επιδοκιμαστικό τρόπο (για πράγματα)
- που εκδηλώνεται με έντονο, εγκάρδιο και επιδοκιμαστικό τρόπο (για πρόσωπα)