φλογερός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φλογερός | η | φλογερή | το | φλογερό |
γενική | του | φλογερού | της | φλογερής | του | φλογερού |
αιτιατική | τον | φλογερό | τη | φλογερή | το | φλογερό |
κλητική | φλογερέ | φλογερή | φλογερό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φλογεροί | οι | φλογερές | τα | φλογερά |
γενική | των | φλογερών | των | φλογερών | των | φλογερών |
αιτιατική | τους | φλογερούς | τις | φλογερές | τα | φλογερά |
κλητική | φλογεροί | φλογερές | φλογερά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φλογερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φλογερός[1] < φλογ- (< φλόξ) + -ερός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /flo.ʝeˈɾos/ αρσενικό
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φλογερός, -ή, -ό
- φλογερή αγκαλιά / επιθυμία / σχέση
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
φλογερός
Επεξεργασία
- ↑ φλογερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- φλογερός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φλογερός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.