Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φλογερός η φλογερή το φλογερό
      γενική του φλογερού της φλογερής του φλογερού
    αιτιατική τον φλογερό τη φλογερή το φλογερό
     κλητική φλογερέ φλογερή φλογερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φλογεροί οι φλογερές τα φλογερά
      γενική των φλογερών των φλογερών των φλογερών
    αιτιατική τους φλογερούς τις φλογερές τα φλογερά
     κλητική φλογεροί φλογερές φλογερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φλογερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φλογερός[1] < φλογ- (< φλόξ) + -ερός

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /flo.ʝeˈɾos/ αρσενικό

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

φλογερός, -ή, -ό

φλογερή αγκαλιά / επιθυμία / σχέση

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  ΠηγέςΕπεξεργασία