• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

enflammé

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Επίθετο
    • 1.4 Μετοχή

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό enflammé enflammés
θηλυκό enflammée enflammées

Ετυμολογία

επεξεργασία
enflammé: επιθετικοποιημένη μετοχή

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.fla.me/

Επίθετο

επεξεργασία

enflammé (fr)

  1. (κυριολεκτικά) πύρινος, που έχει πιάσει φωτιά
  2. (μεταφορικά) φλογερός, γεμάτος πάθος

Μετοχή

επεξεργασία

enflammé (fr)

  • μετοχή αορίστου του ρήματος enflammer
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=enflammé&oldid=6578970"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Ιανουαρίου 2024, στις 14:55

Γλώσσες

    • Čeština
    • English
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • Italiano
    • Malagasy
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Ιανουαρίου 2024, στις 14:55.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας