• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

διάπυρος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Επίθετο
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διάπυρος η διάπυρη το διάπυρο
      γενική του διάπυρου της διάπυρης του διάπυρου
    αιτιατική τον διάπυρο τη διάπυρη το διάπυρο
     κλητική διάπυρε διάπυρη διάπυρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διάπυροι οι διάπυρες τα διάπυρα
      γενική των διάπυρων των διάπυρων των διάπυρων
    αιτιατική τους διάπυρους τις διάπυρες τα διάπυρα
     κλητική διάπυροι διάπυρες διάπυρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
διάπυρος < αρχαία ελληνική διάπυρος < διά + πῦρ

Επίθετο

επεξεργασία

διάπυρος

  1. πυρακτωμένος
  2. (μεταφορικά) ένθερμος, με μεγάλη ένταση

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις διά και πυρ

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    διάπυρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διάπυρος&oldid=5466648"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 09:20

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Ιανουαρίου 2022, στις 09:20.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας