διάπυρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διάπυρος | η | διάπυρη | το | διάπυρο |
γενική | του | διάπυρου | της | διάπυρης | του | διάπυρου |
αιτιατική | τον | διάπυρο | τη | διάπυρη | το | διάπυρο |
κλητική | διάπυρε | διάπυρη | διάπυρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διάπυροι | οι | διάπυρες | τα | διάπυρα |
γενική | των | διάπυρων | των | διάπυρων | των | διάπυρων |
αιτιατική | τους | διάπυρους | τις | διάπυρες | τα | διάπυρα |
κλητική | διάπυροι | διάπυρες | διάπυρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διάπυρος < αρχαία ελληνική διάπυρος < διά + πῦρ
Επίθετο
επεξεργασίαδιάπυρος
- πυρακτωμένος
- (μεταφορικά) ένθερμος, με μεγάλη ένταση
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διάπυρος
|