Δείτε επίσης: ἀδελφοποιῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδελφοποιώ < ελληνιστική κοινή ἀδελφοποιέω / ἀδελφοποιῶ[1] < αρχαία ελληνική ἀδελφός + ποιέω

αδελφοποιώ (συνήθως στην παθητική φωνή: αδελφοποιούμαι)

  1. κάνω κάποιον αδελφό
    οι νομάρχες αδελφοποίησαν τις δύο πόλεις
  2. (παρωχημένο) κάνω κάποιον αδελφοποιτό με άλλον

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. ἀδελφοποιέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.