αδελφοποιώ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αδελφοποιώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
αδελφοποιώ, συνήθως στην παθητική φωνή: αδελφοποιούμαι
- κάνω κάποιον αδελφό
- οι νομάρχες αδελφοποίησαν τις δύο πόλεις
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αδελφοποιώ
|