↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αδελφοποιτή οι αδελφοποιτές
      γενική της αδελφοποιτής των αδελφοποιτών
    αιτιατική την αδελφοποιτή τις αδελφοποιτές
     κλητική αδελφοποιτή αδελφοποιτές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αδελφοποιτή < αδελφοποιτός +

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αδελφοποιτή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αδελφοποιτή - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)