Ἀθανάσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀθανάσιος | οἱ | Ἀθανάσιοι |
γενική | τοῦ | Ἀθανασίου | τῶν | Ἀθανασίων |
δοτική | τῷ | Ἀθανασίῳ | τοῖς | Ἀθανασίοις |
αιτιατική | τὸν | Ἀθανάσιον | τοὺς | Ἀθανασίους |
κλητική ὦ! | Ἀθανάσιε | Ἀθανάσιοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀθανασίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀθανασίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀθανάσιος < αρχαία ελληνική ἀθανασία < ἀ- + θάνατος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈθανάσιος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀθανάσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.