ἀκηδιάω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀκηδιάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀκηδιάω / ἀκηδιῶ
- (ελληνιστική κοινή)
- δεν φροντίζω για, παραμελώ
- είμαι εξαντλημένος, κουρασμένος
- ※ 3ος/2ος αιώνας πκε ⌘ Παλαιά Διαθήκη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, Ψαλμοί του Δαβίδ, 60, 3
- ἀπὸ τῶν περάτων τῆς γῆς πρὸς σὲ ἐκέκραξα ἐν τῷ ἀκηδιάσαι τὴν καρδίαν μου· ἐν πέτρᾳ ὕψωσάς με, ὡδήγησάς με
- ※ 3ος/2ος αιώνας πκε ⌘ Παλαιά Διαθήκη Μετάφραση των Εβδομήκοντα, Ψαλμοί του Δαβίδ, 60, 3
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀκηδιάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.