ἀβακίσκος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀβακίσκος | οἱ | ἀβακίσκοι | ||||
γενική | τοῦ | ἀβακίσκου | τῶν | ἀβακίσκων | ||||
δοτική | τῷ | ἀβακίσκῳ | τοῖς | ἀβακίσκοις | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀβακίσκον | τοὺς | ἀβακίσκους | ||||
κλητική ὦ! | ἀβακίσκε | ἀβακίσκοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβακίσκω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀβακίσκοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβακίσκος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄβαξ (ἀβακ-) + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀβακίσκος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) μικρός λίθος, υποκοριστικό του ἄβαξ
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5.41, 207d @scaife.perseus.
- ταῦτα δὲ πάντα δάπεδον εἶχεν ἐν ἀβακίσκοις συγκείμενον ἐκ παντοίων λίθων, ἐν οἷς ἦν κατεσκευασμένος πᾶς ὁ περὶ τὴν Ἰλιάδα μῦθος θαυμασίως ταῖς τε κατασκευαῖς καὶ ταῖς ὀροφαῖς,
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 5.41, 207d @scaife.perseus.
Πηγές
επεξεργασία- ἀβακίσκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.