Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀεροπορέω < ἀερο- + πορεύω, → δείτε τη λέξη πόρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

ἀεροπορέω - ἀεροπορῶ (συνηρημένο)