ἀεροπορέω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀεροπορέω < ἀερο- + πορεύω, → δείτε τη λέξη πόρος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίαἀεροπορέω - ἀεροπορῶ (συνηρημένο)
- (ελληνιστική κοινή) πορεύομαι στον αέρα
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀεροπορέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.