ἄθριξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀθρῐχ- ἀτρῐχ- | |||||
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἄθριξ | οἱ/αἱ | ἄτριχες | |
γενική | τοῦ/τῆς | ἄτριχος | τῶν | ἀτρίχων | |
δοτική | τῷ/τῇ | ἄτριχῐ | τοῖς/ταῖς | ἄτριξῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἄτριχᾰ | τοὺς/τὰς | ἄτριχᾰς | |
κλητική ὦ! | ἄθριξ | ἄτριχες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἄτριχε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀτρίχοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνυξ' όπως «ὄνυξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἄθριξ (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἄ- + -θριξ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἄθριξ, -τριχος αρσενικό ή θηλυκό (σε επιθετική λειτουργία)
- (ελληνιστική κοινή) άτριχος, που δεν έχει τρίχες
- ※ 2ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Κλαύδιος Αἰλιανός (Claudius Aelianus), Περὶ ζῴων ἰδιότητος, 7.16
- ὁ μὲν Αἰσχύλος ἐπί τινος πέτρας καθῆστο, τὰ εἰθισμένα δήπου φιλοσοφῶν καὶ γράφων· ἄθριξ δὲ ἦν τὴν κεφαλὴν καὶ ψιλός.
- ο μεν Αισχύλος καθόταν σε μια πέτρα, (ασχολούμενος) με τα συνηθισμένα φαντάζομαι, φιλοσοφώντας και γράφοντας, άτριχος δε ήταν στην κεφαλή, φαλακρός.
- ※ 2ος/3ος πκε αιώνας ⌘ Κλαύδιος Αἰλιανός (Claudius Aelianus), Περὶ ζῴων ἰδιότητος, 7.16
Συνώνυμα
επεξεργασία- ἀπόθριξ
- ψιλός
- επίσης, δείτε' ἄνηβος (το αναφέρει ο Ησύχιος ο Αλεξανδρεύς στις Γλώσσες, Α, παρόλο που έχει και την έννοια του εφήβου, του άτριχου εφήβου, όχι καθαρά την έννοια του άτριχου)
Πηγές
επεξεργασία- ἄθριξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.